νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… … Dictionary of Greek
ασκληπιείο — I Ονομασία ιερών αφιερωμένων στον θεό Ασκληπιό, κατά την αρχαιότητα, όπου κατέφευγαν ο άρρωστοι για να ζητήσουν από τον θεό να τους υποδείξει τρόπο θεραπείας. Το περιφημότερο Α. βρισκόταν στην Επίδαυρο· άλλα φημισμένα υπήρχαν στην Τρίκη της… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
νοσήλιος — α, ο (ΑΜ νοσήλιος, ία, ον) [νοσηλός] νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νοσήλια χρηματική δαπάνη που απαιτείται για τη νοσηλεία τών ασθενών μσν. αρχ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νόσο μσν. φρ. «νοσήλιον ψήγμα» καταπότι, χάπι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… … Dictionary of Greek
Ορατοριανοί — Ονομασία δύο ρωμαιοκαθολικών μοναχικών ταγμάτων. 1. Ο. της Ιταλίας. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο ντε Νέρι το 1564 στο Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι. Τα μέλη του τάγματος έθεσαν ως σκοπό τους τον καθαγιασμό των ψυχών με το κήρυγμα και τη διδασκαλία.… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
αγικός — ή, ό [άγιος] 1. αυτός που αναφέρεται σε άγιο 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα αγικά α) όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, όπως εικόνες, άμφια, σκεύη, άνθη επιταφίου κ.λπ. β) θρησκευτικές ιεροτελεστίες (ευχέλαιο, αγιασμός, εξορκισμοί) που αποβλέπουν… … Dictionary of Greek
αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… … Dictionary of Greek